υαλογραφία

υαλογραφία
η
1. η τέχνη της σύνθεσης υαλογραφημάτων.
2. η διακόσμηση γυάλινων και κεραμευτικών αντικειμένων με υαλοειδή χρώματα.
3. το υαλογράφημα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφικός — ή, ό, Ν [υαλογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία και στο υαλογράφημα 2. το θηλ. ως ουσ. η υαλογραφική η υαλογραφία. επίρρ... υαλογραφικώς και υαλογραφικά Ν με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υαλογραφία (βλ. λ.): Υαλογραφικές εργασίες. 2. το θηλ. ως ουσ., υαλογραφική η υαλογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • σγκραφίτο — το, Ν (καλ. τέχν.) τεχνική τών εικαστικών τεχνών που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική, την αγγειοπλαστική και την υαλογραφία και συνίσταται στην επίστρωση τής επιφάνειας με ένα προκαταρκτικό χρώμα, την επικάλυψή του με ένα δεύτερο χρώμα και, στη… …   Dictionary of Greek

  • υαλογράφος — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στην υαλογραφία 2. όργανο κατάλληλο για τη σχεδίαση ή τη μεταφορά σχεδίων πάνω σε γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφώ — Ν [υαλογράφος] φιλοτεχνώ υαλογραφήματα, διακοσμώ μια επιφάνεια με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • υελογραφία — η, Ν βλ. υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Κλάιν, Σέζαρ — (Cesar Klein, 1876 – 1957). Γερμανός ζωγράφος. Επιδόθηκε στις εφαρμοσμένες τέχνες και διέπρεψε στην υαλογραφία, στην ψηφιδογραφία, στην τοιχογραφία καθώς και στη βιβλιοζωγραφική και στη σκηνογραφία. Έργα του πολύμορφου ταλέντου του βρίσκονται σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”